Σάββατο 14 Μαΐου 2011

1ος Κύκλος Ανάγνωσης: Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη 100 χρόνια μετά την γεννησή του

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισήγηση του συντονιστή στον 1ο Κύκλο Ανάγνωσης της λέσχης και αναφέρεται στην ποιητική συλλογή: "Τα Ελεγεία της Ωξώπετρας"
Η Απαθανάτιση
Το γκρι ΚΑΝΤΕΤ πήρε τη σκιά του στον πράσινο πεύκο. Οι πόρτες άνοιξαν τους δύο επιβάτες. Αμίλητοι. Με χαρτιά κολλημένα στα πλευρά και στις φλέβες. Ο βοριάς έτσουζε, έκανε τα βήματα γρηγορότερα. 1η Νοέμβρη 1990: παραμονή κι ανήμερα. Κάπου στο Πόρτο Ράφτη. Το ευρύχωρο σαλόνι υποδέχθηκε στωικά το ζευγάρι. Πάλι αμίλητοι. Τα χαρτιά βρήκαν τον χώρο τους σε μια στοίβα γνωματεύσεων: αθηρωμάτωση. Ακούγεται απειλητικό. Δεν είναι. Αισθάνεται πεπρωμένο. Είναι.
«Θα κατέβω Αθήνα. Έχω να κάνω κάτι ψώνια», σπάει το σίγμα της σιωπής εκείνη πρώτη, όπως πάντα. «Θέλεις κάτι;»
«Όχι, όχι», απαντά εκείνος, δεύτερος, όπως πάντα.
«Δεν θα αργήσω», ανανεώνει εκείνη. «Σε λίγο θα φανεί η κυρία Τασία. Εις το επανιδείν», χαιρετίζει.
«Θα σε δω αργότερα» επιβεβαιώνει εκείνος.
Η πόρτα κλείνει.
Σιωπή δωματίου.
Ανάβει τσιγάρο και πίνει κόκκινο κρασί. Απ’ το πρωί μαρσάρει στο μυαλό του το Ιάσονος Κλεάνδρου:
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά
Εις σέ προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
Που κάπως ξέρεις από φάρμακα,
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε – για λίγο – να μη νιώθεται η πληγή. 
Σκέφτεται πόσο δίκιο είχε ο Καβάφης.
 Το βλέμμα του ακουμπά στις παμπάλαιες γραμματοσειρές λινοτυπίας πάνω στο γραφείο του:

Τα Ελεγεία του Ντουίνο, Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Ελεγείες, Ύμνοι και άλλα Ποιήματα, Χαίλντερλιν
Ύμνοι στην Νύχτα και άλλα Ποιήματα, Νοβάλις
Ρομαντική ποίηση, υπερρεαλιστές και γερμανική σχολή. Το απαύγασμα της εσώτερης ποίησης. Μια ανεξίτηλη φιλοσοφία: Παρμενίδης και Ηράκλειτος, μια αξεπέραστη στιχουργική: Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί, ο Διόνυσος και όλα αυτά με δυτικούς όρους.
Γέρνει αργά στην αντηλιά του λευκού χαρτιού τώρα. «Μιλώ φιλοσοφία», έχει διαφωτίσει σε ανύποπτο χρόνο. Αυτή τη φορά, όχι μόνο. Έχει καιρό τώρα πάρει την απόφαση να «συνομιλήσει» με την γερμανική σχολή που τόση συντροφιά του έχει κρατήσει για πάνω από είκοσι χρόνια. Έχει καιρό τώρα αποφασίσει να θρηνήσει τα δικά του ελεγεία, με ελληνοπρέπεια και αυταπάρνηση.
Κοιτάζεται κατάματα, ανακαλεί σαν προσευχή:
Έρμα ‘ν’ τα μάτια
Έρμα ‘ν’ τα μάτια που καλείς
Χρυσέ ζωής αέρα…
Και ξεκινά.
Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμπόδιστου, πράξη πρώτη. Μα ξέρει γιατί. Οι άγιοι οσιομάρτυρες που τιμούνται την γενέθλια μέρα του, 2 Νοεμβρίου, θα στήσουν τον χορό. Δεν ήταν τρεις, όπως θέλει η εκκλησία, αλλά έξη, λείπουν ο Πηγάσιος, ο Αφθόνιος και ο Φιλόσοφος. Είναι όντως οσιομάρτυρες; Ή μήπως είναι η απεικόνιση του Διόνυσου που κρατά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά για τις μυστηριακές τελετές που τροφοδοτεί; Και ναι, η αλήθεια του είναι αλήθεια και θα την πει «αλήθεια» δηλαδή μνήμη. Ακόμα και σήμερα, τον Μάρτιο, οι γιορτές που γίνονται στην Μυτιλήνη αυτόν τιμούν, τον Διόνυσο. Η απαγωγή των τριών και η αλλαγή της ημερομηνίας βαρύνουν αυτούς που βίαια επιχειρούν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο της Ανατολής με τη Δύση. Στον Διόνυσο, λοιπόν, τον θεό της βλάστησης, της αφθονίας, της πηγής της ζωής, της φύσης, και κυρίως της υπόγειας που οδηγεί στην άνθιση, της αναγέννησης,  στον θεό του θανάτου ως πηγή ζωής, θα αφιερώσει:
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος…
Και παρακάτω:
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει ν’ αναδύεται…
Του θυμίζει τα καλοκαίρια στην Αστυπάλαια, στο ακρωτήρι της Οξώπετρας, της μαύρης πέτρας που για τους ψαράδες είναι απάγγιο, παρηγοριά αλλά και νέο ξεκίνημα, το αποκούμπι στους αέρηδες και τα υγρά κύμματα.
Με αυτή την σκέψη ένιωσε μια αγαλίαση, μια ανάταση. Νιώθει έτοιμος να επιχειρήσει την κατάβαση. Να μετρηθεί με ογδόντα χρονών ζωή μια μέρα πριν.
Είναι τέσσερις και η μέρα ακολουθεί την διάθεση του, του διατίθεται.
Ελεγείο: Το Εικόνισμα.
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο – ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Το «ανέκαθεν» εκφράζει την Παρμενίδια αχρονία, εμφατικά η κίνηση του χρόνου δεν έχει στατική μορφή ή τουλάχιστον την στατική μορφή των τριών διαστάσεων, στην αφήγηση ίσως. Τα «Ερχόμενα» είναι το άλγος μιας απώλειας, το επερχόμενο, που ίσως δεν έχει την νομοτέλεια του Τέλους αλλά την είσοδο στο επέκεινα, στον αόριστο χρόνο του Πάντα. Άλλωστε ο θάνατος δεν αναγγέλεται, πιάνεται.
Απ’ το μπαλκόνι του η θάλασσα δεν φαίνεται. Μπλε στο μπλε, γκρι για το γκρι. Στις σκοτεινές μέρες θάλασσα και ουρανός γίνονται ένα τόσο που μοιάζει ο ορίζοντας χοάνη ίδιας στέρεας γης, μια χοάνη που μπλέκει το’να στ’άλλο.
Με αυτή την εικόνα αποφάσισε να αφιερώσει το επόμενο ελεγείο: «Έρως και Ψυχή» στον πολύτιμο «φίλο» του Χαίλντερλιν ή Σκαρντανέλι όπως υπέγραφε στα τελευταία χρόνια τα ποιήματά του προδομένος από την «Διοτίμα» του, μια προδοσία που τον άφησε μισότρελο να ζει σε ένα μαραγκούδικο κάπου στο Τίμπικεν. Γιατί και οι δύο πίστευαν στο αδιαίρετο έρωτα και ψυχής που ο Πλάτωνας μετά από την «παραίνεση» του Παρμενίδη έβλεπε ως τους μεσάζοντες ανάμεσα στους δύο «κόσμους», συντροφιά με τους Δαίμονες, ούτε θείο μα ούτε θνητό δηλαδή ούτε μάταιο ούτε τίποτα:
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα
Και η πρώτη αναφορά του στη γη, στη γη που κατέχει την αλήθεια με το καθάριο νερό που αναβλύζει από το Μαντείο των Δελφών.
Συνεχίζει απτόητος, αποτύωντας φόρο τιμής στης Μνημοσύνης τις Κόρες. Κλιμακώνει τώρα την ένταση που νιώθει όπως τον ζώνει ο παρορμητισμός της έμπνευσης. Αφιερώνει το επόμενο ελεγείο στο Novallis, εξέχοντα ρομαντικό και λυρικό ποιητή του 18ου αιώνα. Η ιστορία της ζωής του, αυτής που άλλαξε μέσα σε πέντε λεπτά, θέλει τόσο πολύ να την αναζωπυρώσει γιατί έχει κάτι να πει.
Αποφασίζει να μετρήσει τις ώρες μέχρι την στιγμή του αποχωρισμού του Novallis από την καλή του. Η θλίψη του ανείπωτη, η κλιμάκωση της τραγωδίας ραγδαία και τόσο λυρική:
Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ΄εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρυνούς
Αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα – μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα.
Και έρχεται η ώρα της κορύφωσης. Το ελεγείο της απώλειας γίνεται ύμνος στην δύναμη της ασίγαστης αγάπης:
Που και οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Ομολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό
        που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα
Και όλα αυτά μετουσιώνονται σε μετα-ύπαρξη με τον καταληκτικό στίχο:
Η  καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου
Νιώθει την ένταση της διάστικτης σελίδας. Πήγε οχτώ. Κρύο σκοτάδι τύλιξε τα κυκλάμινα. Σηκώνεται. Το δικό του σύμπαν δεν αποχωρίζεται τις νύχτες, τις θέλγει. Όχι, μάλλον τις χρειάζεται. Είναι αναγέννηση. Ιδίως τώρα, προς το τέλος.
Ελεγείο: Σολωμου Συντριβή και Δέος
Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου – που ακόμη φώταγε – το μαρμαράκι
                                                              Α κει μονάχα να’ ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες.
Την ίδια κίνηση ευλάβειας επαναλαμβάνουν καθημερινά συντετριμμένοι ποιητές στον βάρδο τον πρώτο που χάραζε τις νύχτες του σονέτα:
Καθώς απ’ τον Σκοπό βγαίνει η σελήνη
Ολοστρόγγυλη, με πρόσωπο φλογάτο,
Αισθαντική, και με θερμαίνει τόσο

που τη μελαγχολία μου απαλύνει,
ύμνο παθητικό πασχίζω να σου υψώσω
που ν’ ακουστεί ως της Κόλασης τον πάτο
(Στη Νήσο των Μακάρων, Νάσος Βαγενάς, 2010)
Ελεγείο: La Pallida Morte
Ο μετα-θάνατος σε πρώτο πλάνο.
Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος.
Τι μένει λοιπόν; Η θεά Ψυχή.
                                           Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα σε λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει – ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοια έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν’ ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια
Δώδεκα. Πόσο ήθελε να βγάλει από πάνω του αυτό: στον επόμενο τόνο. Πόσο υπαρκτό ξοδεύεται να μετρά το ανύπαρκτο.
Ελεγείο: Περασμένα Μεσάνυχτα
Καβαφικής εμπνεύσεως και αισθήσεως.
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή...

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο’ να τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να’ ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια
Ακολουθεί ο επιτάφιος, με το ελεγείο: Παρασκευή που πάντα βρέχει
Η ζωή σου λες αρχίζει, να:
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
Μα γαλάζιο πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Η Παρασκευή που δεν αναφέρεται, ημέρα διαρκούς πένθους. Ημέρα που δεν «φαίνεται» μιας και η γλώσσα «νεύει» και ο ποιητής «δείχνει». Σε αυτό συμφωνεί με τον Βιτγκενστάιν: «Αυτό που μπορεί να δείχνεται δεν μπορεί να λέγεται»
Κλείνει το φως το πλαινό. Ακουμπάει την πλάτη στη βολική πολυθρόνα. Αφήνει το άσπρο φως να εστιάσει κάπου. Το φεγγάρι. Ετερόφωτος προσδιορισμός του ουδέτερου. Ανυπόληπτον.
Άσημον, ο τίτλος του επόμενου ελεγείου. Το ταξίδι αρχίζει. Το ταξίδι προς το τέλος. Με την επικληση της Αφροδίτης της Εύπλοιας. Η 11η Αυγούστου στην αρχή του ποιήματος είναι η γιορτή του Εύπλου και η θάλασσα είναι «πεινασμένη», πρώτα γεμάτη οργή – υλακή από την μορφή του συμβόλου της Εκάτης των τρίστρατων στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου:
Γαβ η αγάπη – γαβ η απάρνηση – γαβ η Μαρία και η
Προσκύνησης των Μάγων – γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό
Μετά γεμίζει ο τόπος γαλήνη, εκεί κοντά στο τέλος:
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Και θολή θωρείς μες τους αιθέρες να
Κατεβαίνει μ’ ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Η γυναίκα που τη λέν Γαλήνη
Άσημον, η σελήνη, από την Αιγυπτιακή λέξη asem, στα ελληνικά: άσημο, δηλαδή χρυσό και ασήμι, από αυτό και οι Μάγοι, όπως στον ορισμό του αιώνιου έρωτα.

Όλα λοιπόν κρίθηκαν και μετρήθηκαν. Τίποτα πλέον δεν τον σταματά. Θα πάει ως το τέρμα πριν ο ήλιος του, ίσως, γεμίσει με ενοχές την γενέθλια μέρα του. Απνευστί λοιπόν.
Στο ελεγείο: Η Χαμμένη Κομμαγηνή, του Αντίοχου, πόλη μετα Αλλεξανδρινή που η παρακμή της συνέπεσε με την ενδοξότητά της, η ψυχή βρίσκει την μεταφορά της:
Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη όσο κι εκείνη
Και απλησίαστη
Ακολοθούν: Τα Εισόδια του Προθανατισμένου, ελεγείο αποκάλυψης του επερχόμενου:
Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Πέρ’ απ’ τα πάθη περ’ απ’ τα λάθη των ανθρώπων
Λίγο ακόμη λίγο ακόμη
Μ’ όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν’ ανακρουστούν
Μέχρι το χρυσό το χρώμα στο ελεγείο: Ιουλίου λόγος όπου έρχεται η ώρα της αλήθειας:
Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ’
Απέραντος!
Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας – ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από ‘να
Σ’ άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του
Ελεγείο: Ρήμα το Σκοτεινόν
Ένα ρήμα-κλειδί για την κατάβαση προς τον θάνατο: καταρκυθμεύω.
Δίνει το ρήμα, κατάδικό του ρήμα, εξηγεί πως θα αποκωδικοποιηθεί:
σμικρύνω τα ιώτα και μεγεθύνω τα όμικρον.
κατα – όρκος – ιθμα δηλαδή κάτω και Όρκος, τιμωρός θεός, γιος της Γης και ίθμα άρα βήμα από το ρήμα είμι, έρχομαι, το πεπρωμένο βήμα προς το τέλος που έρχεται ως τιμωρία, ως αντιπαροχή για την γενέθλια ζωή, μια ζωή με «λάθη» και «πάθη». Δίνει το ρήμα και μετά:
Λέω:
καταρκυθμεύω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες και Ερμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης....
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται

Σιωπή παντού, στο δωμάτιο, στο δρόμο, στις ακουαρέλες και στους αμέτρητους
τόμους και τις σελίδες.
Δεν έχει κάτι άλλο να πει. Μόνο σιωπή.
Ελεγείο: Το Ύστερο των Σαββάτων
Σσσς... πια τίποτε – τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Κοιτά το ξημέρωμα και την θάλασσα, τη μέρα που θνήσκει το θαύμα ο θνητός, γράφει στην τελευταία στροφή:
Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος – ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα
Τα Ελεγεία της Οξώπετρας είναι παραδομένα, αχνά ακούει, σαν απ’ το μέλλον, «Να τα κατοστήσεις»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου